Τα αδύναμα σημεία του ελληνικού πρωτογενούς τομέα πίσω από τους αριθμούς – Χαμένη προστιθέμενη αξία: εξαγωγές χωρίς ταυτότητα – Αγρότες «πελάτες-ψηφοφόροι» και αδιαφάνεια 

By
6 Min Read

Η Ελλάδα καταγράφει διαχρονικά ένα από τα υψηλότερα ποσοστά συνεισφοράς του πρωτογενούς τομέα στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με ποσοστό που κινείται κοντά στο 2,7%, η χώρα συγκαταλέγεται στις πρώτες θέσεις της ΕΕ, πίσω μόνο από τη Ρουμανία και πάνω από οικονομίες με ισχυρή αγροτική παράδοση, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία.

Ωστόσο, αυτό το «καλό ποσοστό» δεν μεταφράζεται σε έναν ισχυρό, ανθεκτικό και βιώσιμο πρωτογενή τομέα. Αντίθετα, λειτουργεί συχνά ως παραπλανητικός δείκτης που συγκαλύπτει χρόνιες δομικές αδυναμίες. Η ελληνική γεωργία συμμετέχει σημαντικά στο ΑΕΠ όχι επειδή είναι αποδοτική, αλλά επειδή παραμένει πολυπληθής, κατακερματισμένη και εξαρτημένη από επιδοτήσεις.

Χαμηλή παραγωγικότητα: το θεμελιώδες πρόβλημα

Το πρώτο και πιο κρίσιμο αδύναμο σημείο είναι η χαμηλή παραγωγικότητα. Η προστιθέμενη αξία που παράγεται ανά εργαζόμενο στη γεωργία παραμένει αισθητά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με απλά λόγια, πολλοί απασχολούνται στον πρωτογενή τομέα, αλλά η οικονομική αξία που παράγεται ανά μονάδα εργασίας είναι μικρή.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα φαινομενικά υψηλό ποσοστό στο ΑΕΠ, που όμως στηρίζεται σε χαμηλές ατομικές απολαβές, περιορισμένο αγροτικό εισόδημα και μικρή αντοχή σε κρίσεις κόστους, κλιματικές μεταβολές ή διαταραχές στην αγορά.

Κατακερματισμένος κλήρος και έλλειψη οικονομιών κλίμακας

Η δομή της ελληνικής γεωργίας παραμένει έντονα κατακερματισμένη. Ο μέσος αγροτικός κλήρος είναι από τους μικρότερους στην Ευρώπη, γεγονός που περιορίζει τις οικονομίες κλίμακας και αυξάνει το κόστος παραγωγής.

Σε αυτό το περιβάλλον, ο αγρότης λειτουργεί συχνά μόνος του απέναντι:

στις αλυσίδες λιανεμπορίου,
στους μεσάζοντες,
στο ενεργειακό κόστος και
στην αβεβαιότητα των τιμών.

Η αδυναμία συγκέντρωσης παραγωγής μεταφράζεται σε μειωμένη διαπραγματευτική ισχύ και χαμηλές τιμές παραγωγού.

Εξάρτηση από επιδοτήσεις και στρεβλή ανάπτυξη

Ο ελληνικός πρωτογενής τομέας παραμένει σε υψηλό βαθμό εξαρτημένος από τις άμεσες ενισχύσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Σε πολλές καλλιέργειες, οι επιδοτήσεις δεν λειτουργούν ως εργαλείο ανάπτυξης, αλλά ως μηχανισμός επιβίωσης.

Αυτό είχε δύο σοβαρές συνέπειες:

περιορισμένη αναδιάρθρωση της παραγωγής,
ελλιπή επένδυση σε καινοτομία, ποιότητα και εξωστρέφεια.

Η επιδότηση αντικατέστησε τον σχεδιασμό και η διαχείριση ενισχύσεων υποκατέστησε τη στρατηγική παραγωγής.

Χαμένη προστιθέμενη αξία: εξαγωγές χωρίς ταυτότητα

Παρά την ποιότητα πολλών ελληνικών προϊόντων, η χώρα εξακολουθεί να εξάγει μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής ως πρώτη ύλη, χωρίς ισχυρή μεταποίηση, τυποποίηση και branding.

Το αποτέλεσμα είναι γνωστό:

χαμηλά έσοδα στην αφετηρία,
υψηλές τιμές στο τελικό ράφι,
απώλεια προστιθέμενης αξίας υπέρ τρίτων χωρών.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία έχουν επενδύσει συστηματικά στη μεταποίηση και στην αγροδιατροφική αλυσίδα, μετατρέποντας τη γεωργία σε πυλώνα εξαγωγικής ισχύος.

Γήρανση αγροτικού πληθυσμού και αδύναμη ανανέωση

Ένα ακόμη σοβαρό δομικό πρόβλημα είναι η ηλικιακή σύνθεση του αγροτικού πληθυσμού. Η μέση ηλικία των Ελλήνων αγροτών παραμένει υψηλή, ενώ η είσοδος νέων ανθρώπων στον τομέα είναι περιορισμένη.

Η γεωργία αντιμετωπίζεται συχνά ως λύση ανάγκης και όχι ως βιώσιμη επαγγελματική προοπτική. Η γραφειοκρατία, το ασταθές εισόδημα και η αβεβαιότητα λειτουργούν αποτρεπτικά για μορφωμένους νέους παραγωγούς.

Ενεργειακό, υδατικό κόστος και κλιματική πίεση

Η κλιματική κρίση και το ενεργειακό κόστος επιβαρύνουν δυσανάλογα τον ελληνικό πρωτογενή τομέα. Η έλλειψη σύγχρονων αρδευτικών έργων, οι απώλειες νερού και το υψηλό κόστος άρδευσης καθιστούν πολλές καλλιέργειες οριακά βιώσιμες.

Χωρίς σοβαρές επενδύσεις σε υποδομές, η παραγωγή γίνεται κάθε χρόνο πιο επισφαλής και ακριβή.

Διοικητικές παθογένειες και έλλειμμα εμπιστοσύνης

Τέλος, το διοικητικό πλαίσιο λειτουργεί συχνά ως τροχοπέδη. Καθυστερήσεις πληρωμών, ασάφεια κανόνων και συνεχείς αλλαγές υπονομεύουν τον προγραμματισμό και ενισχύουν την ανασφάλεια. Και φυσικά αδιαφάνεια όπως αποδείχθηκε με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.

Ο αγρότης καλείται να επενδύσει χωρίς σταθερό περιβάλλον και χωρίς αξιόπιστο κράτος-εταίρο. Οι κυβερνήσεις δεν σχεδίασαν για τον πρωτογενή τομέα της χώρας αλλά για τις επόμενες εκλογές και μετέτρεψαν τους αγρότες σε πελάτες-ψηφοφόρους.

Ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα δεν κατέρρευσε από τη μια μέρα στην άλλη. Υπονομεύθηκε σταδιακά και συστηματικά.
Τη δεκαετία του ’80 και του ’90 οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις αντιμετωπίστηκαν ως εισόδημα και όχι ως εργαλείο παραγωγής. Αντί για επενδύσεις, πήγαν σε κατανάλωση.
Μετά το 2000, η αγροτική πολιτική έμεινε χωρίς εθνικό σχέδιο, ενώ η αγορά άνοιξε σε φθηνές εισαγωγές.
Στα μνημόνια ήρθε το τελικό χτύπημα: αύξηση κόστους, φορολογία, εγκατάλειψη υποδομών. Σήμερα, ο αγρότης πληρώνει ακριβά, πουλά φθηνά και βλέπει την αξία του προϊόντος του να χάνεται μεταξύ χωραφιού και ραφιού.

 Παράδειγμα: Το βαμβάκι και η χαμένη αξία του

Το βαμβάκι είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η Ελλάδα έχασε προστιθέμενη αξία ενώ παρέμεινε μεγάλος παραγωγός.
Τη δεκαετία του ’90 το ελληνικό βαμβάκι αποτελούσε βασικό εξαγώγιμο προϊόν και στήριγμα του αγροτικού ΑΕΠ. Όμως η χώρα έμεινε μόνο στην παραγωγή πρώτης ύλης. Δεν επένδυσε στη μεταποίηση, στην κλωστοϋφαντουργία, στην τυποποίηση και στο brand.

Μετά το 2000, εργοστάσια έκλεισαν, η μεταποίηση μεταφέρθηκε σε Τουρκία και Ασία και το ελληνικό βαμβάκι πωλείται σήμερα σχεδόν αποκλειστικά χύμα, σε διεθνείς τιμές, ενώ τα τελικά προϊόντα εισάγονται πανάκριβα. Ο αγρότης πληρώνει ενέργεια και εφόδια με ευρωπαϊκές τιμές, αλλά πουλά με τιμές χρηματιστηρίου.

Η υψηλή συνεισφορά του πρωτογενούς τομέα στο ελληνικό ΑΕΠ δεν είναι ένδειξη επιτυχίας, αλλά αντανάκλαση μιας οικονομίας που δεν έχει ολοκληρώσει τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας της. Το ζητούμενο δεν είναι απλώς να παραμείνει υψηλό το ποσοστό, αλλά να αλλάξει η ποιότητά του.

Χωρίς παραγωγικότητα, συνεργασία, μεταποίηση και θεσμική αξιοπιστία, ο πρωτογενής τομέας θα παραμένει σημαντικός στα νούμερα, αλλά ευάλωτος στην πραγματικότητα.

Share This Article