Οι παρεμβάσεις των πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά στο Πολεμικό Μουσείο δεν ήταν ένα απλό reunion δύο ιστορικών προσωπικοτήτων της κεντροδεξιάς. Ήταν μια υπενθύμιση – οξεία ή ψύχραιμη, ανάλογα με τον εκφραστή – ότι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ούτε ως προϊόν επικοινωνιακής διαχείρισης, ούτε ως παράρτημα των επιθυμιών τρίτων.
Οι ανησυχίες τους δεν είναι μικροπολιτικές. Όταν ο Καραμανλής μιλά για «ανεπαισθήτως» επερχόμενη ομηρεία της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία, δεν κάνει αντιπολίτευση· καταγράφει μια πραγματικότητα που διαμορφώνεται αθόρυβα: από την άρση των αντιδράσεων σε επεκτατικές τουρκικές πρακτικές, έως τη σιωπηρή αποδοχή ενός de facto καθεστώτος συνεκμετάλλευσης ή απεμπόλησης δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Σαμαράς, από την άλλη, με γνώριμο έντονο λόγο, θέτει το ζήτημα σε όλο το εύρος του: από την «αφέλεια» των συμφωνιών φιλίας με την Άγκυρα, μέχρι την ιδεολογική και στρατηγική ασυνέπεια της ελληνικής στάσης έναντι της Ρωσίας. Γιατί πράγματι, όπως επισημαίνει, δεν μπορείς να κατακεραυνώνεις τη Ρωσία για παραβίαση κυριαρχίας και ταυτόχρονα να κάνεις τα «στραβά μάτια» όταν η Τουρκία απειλεί με casus belli.
Το περιφερειακό πλαίσιο κάνει την κριτική τους ακόμη πιο επίκαιρη – και πιο κρίσιμη. Στην Ουκρανία, η Δύση δεν έχει καταφέρει στρατηγική νίκη και πλέον φαίνεται να αναζητεί συμβιβασμούς με μια Ρωσία που παραμένει παίκτης πρώτης γραμμής. Την ίδια στιγμή, στη Μέση Ανατολή, η ισραηλινή στρατιωτική υπερένταση στη Γάζα, οι πιέσεις σε Λίβανο και Συρία, η κρίση στον Κόλπο του Άντεν, αλλά και η ορατή αποσταθεροποίηση της Αιγύπτου, δημιουργούν ένα νέο γεωπολιτικό τοπίο ρευστότητας.
Και μέσα σε αυτό το τοπίο, η Ελλάδα δείχνει στρατηγικά απούσα. Είτε με κινήσεις χωρίς αντάλλαγμα (όπως η αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία), είτε με απροθυμία να αναμετρηθεί με την αναθεωρητική στάση της Τουρκίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη – με άλλοθι τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» – ακολουθεί μια πολιτική ευθυγράμμισης χωρίς εθνικό ισοζύγιο.
Αντί να αναζητά ανταλλάγματα για την προθυμία της, η Αθήνα μοιάζει ικανοποιημένη με την ιδεολογική προσχώρηση στον ευρωατλαντικό λόγο, την ώρα που χώρες όπως η Γαλλία, η Ουγγαρία ή ακόμη και η Τουρκία – με τον δικό της αντισυμβατικό τρόπο – επιβάλλουν δική τους ατζέντα στους ισχυρούς.
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει εξωτερική πολιτική ως «καθωσπρέπει μαθητής» του δυτικού μπλοκ. Ούτε να αντιμετωπίζει τη στρατηγική επιβίωσή της με όρους φιλελεύθερης ευπιστίας. Οι εθνικές γραμμές απαιτούν συνέχεια, βάθος, και πάνω απ’ όλα: εθνική μνήμη.
Καραμανλής και Σαμαράς, όσο κι αν διαφωνεί κανείς με επιμέρους πτυχές της πολιτικής τους, μιλούν από την εμπειρία της διαχείρισης εθνικών κρίσεων. Και γι’ αυτό ο λόγος τους δεν μπορεί – και δεν πρέπει – να ερμηνεύεται ως εσωκομματικός ψίθυρος ή προανάκρουσμα νέου πολιτικού σχεδίου. Είναι, πρωτίστως, σήμα κινδύνου. Και αν δεν ακουστεί εγκαίρως, τότε – όπως είπε και ο ίδιος ο Σαμαράς με τον Γουάιλντ – η Ιστορία δεν θα συγχωρήσει την αφέλεια.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει – όχι απλώς πολιτικά, αλλά εθνικά – να καλέσει τόσο τους πρώην πρωθυπουργούς Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, όσο και τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων στο Μέγαρο Μαξίμου για μια ειλικρινή, ουσιαστική και λεπτομερή ενημέρωση γύρω από τις εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική και τα ελληνοτουρκικά. Η χώρα δεν μπορεί να πορεύεται με εσωτερική σιωπή και εξωτερικές αυταπάτες. Σε ένα διεθνές περιβάλλον που μεταβάλλεται ραγδαία – από τη ρευστή κατάσταση στην Ουκρανία και τη νέα ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή μέχρι την ενισχυμένη τουρκική διπλωματία – η εθνική στρατηγική δεν μπορεί να σχεδιάζεται ερήμην εκείνων που διαχειρίστηκαν κρίσιμες εθνικές στιγμές ή εκπροσωπούν σήμερα σημαντικές πολιτικές δυνάμεις. Η δημοκρατία δεν απειλείται από τη γνώση, αλλά από την αλαζονική αυτάρκεια.
The post Καραμανλής – Σαμαράς μήνυμα στον Μητσοτάκη: Η εξωτερική πολιτική δεν είναι διαγώνισμα καλής διαγωγής — είναι τεστ επιβίωσης για το έθνος appeared first on Newpost.gr.