«Τα Βαλκάνια παράγουν περισσότερη πολιτική απ’ όση μπορούν να καταναλώσουν», έλεγε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ. Ή, στην αυθεντική του εκδοχή, «περισσότερη ιστορία απ’ όση μπορούν να καταναλώσουν». Στην Αθήνα των ημερών μας, η φράση αποκτά σχεδόν προφητικό χαρακτήρα – ιδιαίτερα μετά τη συζήτηση στη Βουλή για τα εθνικά θέματα.
Αντί η εθνική αντιπροσωπεία να σταθεί με νηφαλιότητα απέναντι στα κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, το κλίμα θύμιζε περισσότερο προεκλογική αναμέτρηση. Οι αρχηγοί των κομμάτων δεν μίλησαν ως εκπρόσωποι διαφορετικών αποχρώσεων ενός εθνικού μετώπου, αλλά ως μονομάχοι που μετρούν δυνάμεις για τις κάλπες. Το αποτέλεσμα ήταν μια συζήτηση φορτισμένη, θορυβώδης, με φόντο όχι την εθνική στρατηγική, αλλά τον πολιτικό ανταγωνισμό.
Από τον εθνικό λόγο στον κομματικό ήχο
Η ελληνική πολιτική ζωή διατηρεί μια παράδοση που δύσκολα ξεπερνιέται: τη μετατροπή κάθε κρίσιμου θέματος σε πεδίο εσωτερικής αντιπαράθεσης. Από τα εθνικά έως τα κοινωνικά ζητήματα, το βλέμμα στρέφεται πάντα προς τα έσω, προς το μικροκομματικό όφελος. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη και σε στιγμές που θα απαιτούσαν ενότητα, ψυχραιμία και θεσμική ωριμότητα, επικρατεί η επιθετική ρητορική.
Η Βουλή, αντί να λειτουργεί ως εργαστήριο συναίνεσης, συχνά μοιάζει με τηλεοπτικό στούντιο. Η επιθετικότητα χειροκροτείται, οι ισορροπημένοι λόγοι περνούν απαρατήρητοι, και η ατάκα που “γράφει” αντικαθιστά τη σκέψη που πείθει.
Η ψευδαίσθηση της πυγμής
Στη δημόσια σφαίρα καλλιεργείται η εντύπωση πως η σκληρή αντιπαράθεση αποδεικνύει πυγμή. Στην πραγματικότητα αποκαλύπτει πολιτική ανασφάλεια. Η αποφασιστικότητα δεν μετριέται με τον τόνο της φωνής, αλλά με τη συνέπεια των πράξεων. Όταν τα εθνικά θέματα γίνονται αφορμή για χειροκροτήματα, η ουσία υποχωρεί μπροστά στην επικοινωνία.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια γεωπολιτικά ευαίσθητη περίοδο: η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, η αστάθεια στα Βαλκάνια, η ρευστότητα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όλα απαιτούν στρατηγική συνοχή και όχι κομματική υπερθέρμανση. Η χώρα δεν μπορεί να λειτουργεί σαν κράτος που μετρά τις δηλώσεις του με βάση τα like και τις δημοσκοπήσεις.
Η βαλκανική υπερπαραγωγή πολιτικής
Η φράση του Τσώρτσιλ παραμένει επίκαιρη γιατί περιγράφει μια νοοτροπία που δεν έχει εκλείψει: στα Βαλκάνια –και ειδικά στην Ελλάδα– παράγουμε περισσότερη πολιτική απ’ όση μπορούμε θεσμικά να διαχειριστούμε. Συζητάμε περισσότερο απ’ όσο σχεδιάζουμε, συγκρουόμαστε πιο συχνά απ’ όσο συνεννοούμαστε. Κι έτσι, ενώ οι περιστάσεις απαιτούν στρατηγικό βάθος, εμείς αναλωνόμαστε σε ρητορικά πυροτεχνήματα.
Η υπερπολιτικοποίηση δεν είναι δείγμα ζωντανής δημοκρατίας· είναι σύμπτωμα κόπωσης. Όταν κάθε θέμα γίνεται αφορμή για αντιπαράθεση, η κοινωνία κουράζεται, η πολιτική απονομιμοποιείται, και η ουσία χάνεται.
Η ανάγκη για θεσμική ωριμότητα
Η Βουλή θα όφειλε να είναι ο χώρος όπου το εθνικό συμφέρον υπερτερεί της κομματικής πειθαρχίας. Όμως, η συνεδρίαση για τα εθνικά ζητήματα αποκάλυψε το αντίθετο: μια πολιτική τάξη εγκλωβισμένη στις επικοινωνιακές της συνήθειες.
Κι όμως, η Ελλάδα έχει μπροστά της προκλήσεις που απαιτούν συνεννόηση, συνέχεια και ψυχραιμία. Η υπευθυνότητα, όσο “αντιτηλεοπτική” κι αν φαίνεται, είναι προϋπόθεση επιβίωσης. Αν δεν το αντιληφθούμε έγκαιρα, θα επιβεβαιώσουμε ξανά τη ρήση του Τσώρτσιλ — πως στα Βαλκάνια, η πολιτική παράγεται σε ποσότητες που η λογική αδυνατεί να καταναλώσει.
The post Η Βουλή και το σύνδρομο των Βαλκανίων appeared first on Newpost.gr.