Την είπε δεν την είπε η Μαρία Αντουανέτα τη μαγική φράση (μη σπεύσετε, παρακαλώ, να μου βάλετε μυαλό, ξέρω τι είναι το google), σημασία έχει ότι της χρεώθηκε.
Και τέλος πάντων αυτό που μας νοιάζει περισσότερο δεν είναι η ονοματοδοσία αλλά η αναλγησία του “αφού δεν έχουν ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι”.
Ιδίως τώρα που τη συναντάμε καθημερινά στην Ελλάδα 2.0, τη χώρα που ηγείται της τέταρτης βιομηχανικής επαναστάσεως, τη χώρα που προσφέρει τα επιστημονικά φώτα της σε όλη τη γηραιά ήπειρο, τη χώρα που την παρακαλάνε οι Γιαπωνέζοι να τους δανείσει τεχνολογία.
Τη χώρα που κατάφερε να φυτέψει μπανανιές στον Όλυμπο, ελιές σε αεροδιάδρομους και βαμπάκια στο Μέτσοβο, τη χώρα που σήκωσε νεκρό από τον τάφο και του χορήγησε αγροτική επιδότηση, τη χώρα που παρέλαβε διακόσιες χιλιάδες πρόβατα και τα πολλαπλασίασε εν ριπή οφθαλμού σε δύο εκατομμύρια, μέσω ενός μηχανισμού τόσο προχωρημένου ώστε να τον ζητάνε απεγνωσμένα οι Ανουνάκι προσφέροντας όλα τα πλούτη της Ανδρομέδας!
Σ’ αυτή τη χώρα πας στο μανάβη να ψωνίσεις κι έχεις την εντύπωση ότι μπήκες στον Καίσαρη, μη σου πω στον Cartier…
Μικρό παράδειγμα, για να εξηγούμαστε:
Βρέθηκα προχτές σε γειτονιά υψηλού κύρους για ένα ραντεβού δημοσιογραφικό, ήπια τον εσπρέσο μου, τέλειωσα το μασλάτι, είδα μανάβικο, είπα κάτσε να κάνω κάτι κοκοψώνια.
Εννοείται το ήξερα από πριν ότι πήγαινα σε μαγαζί λουξ, νταξ, δικαίωμά τους, επαγγελματίες είναι οι άνθρωποι, δεν σε υποχρεώνουν να μπεις στο κατάστημά τους και να τους πληρώσεις όσα γουστάρουν, τύπου ΟΠΕΚΕΠΕ.
Θες ψωνίζεις, δεν θες πας αλλού.
Όπως εισέβαλα, λοιπόν, στο μανάβικο με ύφος χιλίων καρδιναλίων (γνωστή ψωνάρα ο ρεπόρτερ!) έπεσε το μάτι μου στην τιμή ενός δημοφιλούς καλοκαιρινού φρούτου.
Δεν θα πω ποιανού, μην το παιδεύουμε πολύ, δεν είναι εκεί το θέμα μας.
Το θέμα μας είναι ότι το καρτελάκι έγραφε 4,90 ευρώ το κιλό, ενώ πέρυσι τέτοια εποχή (θυμάται η γκαμήλα, θυμάται!), το ίδιο μανάβικο το είχε 2,90 ευρώ το κιλό.
Να ήταν μισό ευρώ η διαφορά από το ’24 στο ’25, πάει στο δγιάλο, τι ‘ναι ο κάβουρας, τι ‘ναι το ζουμί του.
Να ήταν ένα ευρώ, χοντρό, πολύ χοντρό, κάνεις την καρδιά σου πέτρα και λες “για μια φορά, έστω”.
Να ήταν ενάμιση ευρώ, κανονική ληστεία, ούτε ο Φραπές δεν θα το ανεχόταν, αλλά πες ότι δεν θες να σε βαρέσει το σκορβούτο.
Αλλά δύο ευρώ το κιλό διαφορά από χρόνο σε χρόνο;
Που θα πάει παιδιά το στόρι, θα ξαναγυρίσουμε στο ένα οικόπεδο για έναν ντενεκέ λάδι, να γράψει σίκουελ στο βιβλίο του ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης;
Αφού κάτι τέτοιο προκύπτει όχι μόνο από το λουξ μανάβικο, αλλά και από τα στοιχεία της Εurostat που ανακοίνωσε για τον περασμένο Ιούνιο μέσο όρο πληθωρισμού 2 % για την Ευρωζώνη (από 1,9 % τον Μάιο), με την Ελλαδάρα να σπάει τα κοντέρ και να προσγειώνεται στο 3,6 % από 3,3 % το Μάιο και 2,6 % τον Απρίλιο…
Για να έρθουν οι εαμοβούλγαροι της “Καθημερινής” την περασμένη Κυριακή, με εμπρηστικό ρεπορτάζ που έφερε τον τίτλο:
“Φόβοι για κύμα ανατιμήσεων από τον Ιούλιο. Καταργείται το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους μετά από μια 5ετία”.
Και συμπλήρωνε πιο κάτω:
“Το 2024, οι τιμές των τροφίμων και των μη αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα, παρέμειναν πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 6 %”.
Με την αγοραστική δύναμη στα τάρταρα…
Ως εκ τούτου;
Ως εκ τούτου, αν σας έχουν ξωμείνει ακόμη καμιά γιαγιά ή κάνας παππούς που πέρασαν Κατοχή, ρωτείστε τους για το περιβόητο “σκουπιδόψωμο”.
Γιατί εκεί το βλέπω να μας επιστρέφουν οι Μαριές Αντουανέτες του εικοστού πρώτου αιώνα, παρέα με μια εσάνς λεμονόκουπας, απ’ αυτές που μασούλαγε ο αλησμόνητος Σπίθας!
The post Ελλάδα 2.0, η χώρα της Μαρίας Αντουανέτας appeared first on Newpost.gr.