Δημοκρατία υπό πίεση: Όταν η εξουσία γίνεται «επικοινωνιακή», ο μεγάλος χαμένος είναι η Δύναμή της

By
9 Min Read

«Δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα· όπου η μία κυριαρχεί, η άλλη απουσιάζει», έγραφε η Χάννα Άρεντ στο Περί Βίας. Μια φράση γεννημένη σε άλλες ιστορικές συνθήκες, που όμως σήμερα μοιάζει να φωτίζει την ευρωπαϊκή –και ελληνική– πραγματικότητα με ανησυχητική ακρίβεια.

Ζούμε σε μια περίοδο όπου η κοινωνική δυσαρέσκεια δεν εκφράζεται πια μόνο ως γκρίνια στα καφενεία ή ως σχόλιο στα social media, αλλά μεταφράζεται σε διάχυτη ανασφάλεια. Από τους αγρότες που βλέπουν το εισόδημά τους να συμπιέζεται, μέχρι τους νέους εργαζομένους που δυσκολεύονται να νοικιάσουν ένα σπίτι στις μεγάλες πόλεις, μια κοινή εμπειρία διατρέχει την κοινωνία: ότι οι υποσχέσεις της πολιτικής δεν συναντώνται πάντα με την πράξη. Έτσι, το ερώτημα δεν είναι μόνο τι πολιτική ασκείται, αλλά πώς ασκείται. Με Δύναμη που στηρίζεται στην εμπιστοσύνη ή με βία – ορατή και αόρατη – που έρχεται να καλύψει τα κενά αυτής της εμπιστοσύνης;

Η Δύναμη ως σχέση, η εξουσία ως δοκιμασία

Για την Άρεντ, η Δύναμη δεν ταυτίζεται με την εκτελεστική εξουσία, ούτε με την τεχνική ικανότητα μιας κυβέρνησης να περνά νομοσχέδια και μέτρα. Δύναμη υπάρχει εκεί όπου οι άνθρωποι δρουν μαζί, αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον ως συμμέτοχο στο κοινό εγχείρημα, αποδέχονται – ακόμη και μέσα από σύγκρουση – ότι υπάρχουν κανόνες που δεσμεύουν όλους.

Η εξουσία, αντίθετα, όπως τη ζούμε στην πράξη, είναι η οργανωμένη μορφή διακυβέρνησης: θεσμοί, κυβέρνηση, κρατικός μηχανισμός. Η βία – λέει η Άρεντ – δεν είναι θεμέλιο ούτε της Δύναμης ούτε της εξουσίας· είναι εργαλείο. Εμφανίζεται όταν η Δύναμη αρχίζει να αμφιβάλλει για τον εαυτό της και όταν η εξουσία δυσκολεύεται να πείσει. Εκεί όπου η πολιτική εξουσία στηρίζεται σε γνήσια Δύναμη, η βία είναι περιττή. Εκεί όπου η εξουσία τρίζει, η βία γίνεται συχνά το πρώτο αντανακλαστικό.

Με αυτό το βλέμμα, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η κοινωνική διαμαρτυρία αποκτά βαρύτερο νόημα. Όταν αγρότες βγαίνουν στους δρόμους, όταν υγειονομικοί διαμαρτύρονται για τις συνθήκες στα νοσοκομεία, όταν οι νέοι διαδηλώνουν για τη στέγη ή την ακρίβεια, δεν πρόκειται μόνο για «ζητήματα τάξης». Πρόκειται για σήματα που στέλνει η κοινωνία προς την εξουσία – και ταυτόχρονα για τεστ της Δύναμης του δημοκρατικού πλαισίου.

Η «επικοινωνιακή» εξουσία και το κενό Δύναμης

Τα τελευταία χρόνια, κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη – και η ελληνική ανάμεσά τους – αντιμετωπίζουν μια διπλή πίεση. Από τη μία, τις αντικειμενικά δύσκολες κρίσεις: ακρίβεια, ενεργειακό κόστος, κλιματική μετάβαση, γεωπολιτική αβεβαιότητα. Από την άλλη, την αυξανόμενη απαίτηση των πολιτών για χειροπιαστά αποτελέσματα και όχι μόνο για εξαγγελίες.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, διαμορφώνεται συχνά μια «επικοινωνιακή εξουσία». Η εικόνα προηγείται της ουσίας. Ανακοινώνονται μέτρα, εξαγγέλλονται προγράμματα, χτίζεται μια αφήγηση ότι «κάτι κινείται», την ώρα που στην καθημερινότητα πολλών πολιτών κυριαρχεί το αίσθημα ότι η πραγματικότητα αργεί να αλλάξει. Όταν οι προσδοκίες που δημιουργεί ο λόγος της εξουσίας δεν συναντώνται με έγκαιρες, συνεκτικές και δίκαιες αποφάσεις, ανοίγει ένα κενό Δύναμης: λείπει η αίσθηση του «μαζί», η βεβαιότητα ότι η πολιτική απόφαση είναι αποτέλεσμα ενός ευρύτερου, ζωντανού κοινωνικού συμβολαίου.

Ακριβώς εκεί, στο κενό ανάμεσα στον λόγο και την πράξη, δοκιμάζονται και η εξουσία και η Δύναμη. Μια εξουσία που στηρίζεται κυρίως στην εικόνα, κινδυνεύει να καταφύγει στον έλεγχο όταν η εικόνα ραγίζει. Όχι κατ’ ανάγκη επειδή «προτιμά» τον αυταρχισμό, αλλά επειδή δεν έχει καλλιεργήσει αρκετά τις άλλες δεξιότητες της πολιτικής: την ανοιχτή διαπραγμάτευση, την εγκαίρως αναγνωρισμένη ευθύνη, την ειλικρινή αναθεώρηση μιας λανθασμένης επιλογής.

Από την αύρα στον αλγόριθμο: οι μορφές βίας

Η πιο ορατή μορφή κρατικής βίας παραμένει η φυσική καταστολή: αστυνομικές δυνάμεις σε μια πορεία, αψιμαχίες σε μπλόκα, σκηνές έντασης έξω από δημόσιες υπηρεσίες. Οι εικόνες αυτές, όταν φτάνουν στις οθόνες, προκαλούν πάντα έντονη συζήτηση: άλλοι ζητούν «περισσότερη πυγμή», άλλοι «περισσότερη αυτοσυγκράτηση».

Στον 21ο αιώνα, όμως, η βία δεν είναι πια μόνο ζήτημα δρόμου. Δίπλα στην αύρα και την κλούβα, αναδύεται μια πιο σιωπηλή μορφή ισχύος: η ψηφιακή επιτήρηση, η συσσώρευση και επεξεργασία δεδομένων, η χρήση τεχνολογιών που επιτρέπουν στην εξουσία να γνωρίζει – ή να πιστεύει ότι γνωρίζει – περισσότερα για τους πολίτες της. Σε πολλές δυτικές δημοκρατίες έχει ανοίξει ένας ευρύς διάλογος γύρω από τη χρήση προηγμένων συστημάτων παρακολούθησης, τον ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης, τα όρια ανάμεσα στην προστασία της ασφάλειας και την προστασία της ιδιωτικότητας.

Αυτό που παλαιότερα ήταν υπόθεση λίγων κλειστών υπηρεσιών, σήμερα τείνει να γίνεται δομικό στοιχείο διακυβέρνησης. Το θέμα δεν είναι μόνο τι επιτρέπουν οι νόμοι, αλλά και τι κουλτούρα διαμορφώνεται γύρω από τη συλλογή και χρήση των δεδομένων. Πώς διασφαλίζεται ότι οι πολίτες δεν μετατρέπονται σε απλά «αντικείμενα πληροφορίας»; Ποιος ελέγχει εκείνον που ελέγχει; Πώς προστατεύεται η Δύναμη – η δυνατότητα δηλαδή των ανθρώπων να δρουν μαζί – από μια εξουσία που τείνει να βλέπει την κοινωνία ως πεδίο διαχείρισης;

Στο σχήμα της Άρεντ, όσο η πολιτική εξουσία εμπιστεύεται λιγότερο την κοινωνία και τους θεσμούς της, τόσο περισσότερο γοητεύεται από την υπόσχεση ενός διαρκούς, λεπτομερούς ελέγχου. Δεν χρειάζεται να υποθέσουμε σκοτεινά σενάρια για να διαπιστώσουμε ότι αυτή η τάση, αν δεν εξισορροπηθεί, μπορεί να αλλοιώσει σταδιακά τον ίδιο τον χαρακτήρα της δημοκρατικής Δύναμης.

Δημοκρατία, κανόνες του παιχνιδιού και καθεστώς

Η Άρεντ δεν περιγράφει μια ουτοπία χωρίς συγκρούσεις. Γνωρίζει ότι η πολιτική είναι πεδίο αντιπαράθεσης, ότι οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να παίρνουν δύσκολες αποφάσεις, συχνά μέσα σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια. Εκείνο που την απασχολεί είναι η ποιότητα των κανόνων. Μια δημοκρατική εξουσία αναγνωρίζει ότι δεν είναι ιδιοκτήτης του κράτους, αλλά προσωρινός διαχειριστής του. Αναγνωρίζει ότι υπόκειται σε θεσμικά αντίβαρα, σε ελέγχους, σε κριτική· ότι η δικαιοσύνη, οι ανεξάρτητες αρχές, η ενημέρωση δεν είναι εργαλεία, αλλά αυθύπαρκτοι πυλώνες.

Όταν αυτά τα όρια αρχίζουν να θολώνουν, η συζήτηση μετατοπίζεται από τη «δημοκρατία» στο «καθεστώς». Όχι με την τραυματική έννοια των παλιών δικτατοριών, αλλά με την πιο ύπουλη μορφή μιας εξουσίας που σταδιακά παύει να αναγνωρίζει όρια στον εαυτό της. Μιας εξουσίας που αντιμετωπίζει την κοινωνική διαμαρτυρία όχι ως σήμα προς επεξεργασία, αλλά ως ενόχληση προς απορρόφηση. Και τότε η Δύναμη, η δυνατότητα δηλαδή των ανθρώπων να δρουν μαζί, αρχίζει να υποχωρεί.

Το διακύβευμα για την ελληνική δημοκρατία

Στη σημερινή Ελλάδα, η εικόνα είναι σύνθετη. Υπάρχουν σημαντικές θεσμικές αντοχές: η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή οικογένεια, οι συνταγματικές εγγυήσεις, ο δημόσιος διάλογος που – παρά τις στρεβλώσεις – παραμένει ζωντανός. Ταυτόχρονα, διακρίνεται μια κόπωση εμπιστοσύνης: πολίτες που αισθάνονται ότι τα εισοδήματά τους δεν επαρκούν, επαγγελματικές κατηγορίες που νιώθουν ότι πληρώνουν συλλογικά για σφάλματα που δεν έκαναν, μια διάχυτη εντύπωση ότι η πολιτική συχνά λειτουργεί περισσότερο ως διαχείριση εντυπώσεων παρά ως συλλογικός σχεδιασμός.

Μέσα σε αυτό το τοπίο, η διάκριση της Άρεντ ανάμεσα σε Δύναμη και βία παύει να είναι θεωρητική. Η ελληνική πολιτική ζωή καλείται να απαντήσει αν η εξουσία θα συνεχίσει να επενδύει κυρίως σε μηχανισμούς ελέγχου – φυσικού ή ψηφιακού – ή αν θα επιχειρήσει το πιο δύσκολο βήμα: να ανανεώσει τη σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία, αναγνωρίζοντας λάθη, ανοίγοντας τον διάλογο, δίνοντας χώρο σε μια πιο ουσιαστική συμμετοχή.

Η Άρεντ υπενθυμίζει ότι η βία, όσο αποτελεσματική κι αν μοιάζει βραχυπρόθεσμα, δεν μπορεί να γεννήσει πραγματική Δύναμη. Μπορεί μόνο να τη διαβρώσει. Αν υπάρχει ένα πραγματικό διακύβευμα για την ελληνική δημοκρατία σήμερα, είναι να διατηρήσει μια εξουσία που δεν φοβάται την κοινωνία που την ανέδειξε και μια Δύναμη που δεν χρειάζεται τη βία για να σταθεί.

Και αυτό, όπως θα τόνιζε η ίδια, δεν είναι υπόθεση μόνο των κυβερνώντων. Είναι υπόθεση ολόκληρης της πολιτικής κοινότητας: των κομμάτων, των θεσμών, των πολιτών. Γιατί η Δύναμη που δεν χρειάζεται τη βίαδεν είναι απλώς μια φιλοσοφική κατηγορία. Είναι η προϋπόθεση για να μπορούμε, σε μια δύσκολη εποχή, να μιλάμε ακόμη με σοβαρότητα για δημοκρατία.

Share This Article