Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, όταν ζούσε ακόμη η μαμά, μ’ έπαιρνε και πηγαίναμε για αυγά στην κυρά Σταυρούλα.
Σ’ ένα χωριό κάνα ταληράκι χιλιόμετρα έξω απ’ τα Τρίκαλα, μη με βάλεις να θυμηθώ τώρα ποιο ήταν, σταύρωσέ με καλύτερα.
Η κυρά Σταυρούλα μας υποδεχόταν χαμογελαστή, με τον καλό λόγο στο στόμα.
Δίπλα απ’ το σπίτι το κοτέτσι, στην άλλη μεριά κήπος, όπως γίνεται στα μέρη μας.
Πόσα θες, τόσα, στάκα να στα φέρω, κάνε λογαριασμό, βγάλε πορτοφόλα.
Δεν είχε POS τότε…
Είχε, όμως, παράπονο από τον κυρ Βασίλη, τον σύζυγο της κυρά Σταυρούλας, άντρα δυνατό και ζόρικο, που είχε βάλει κάτω δύσκολο καρκίνο.
Όποτε τον πετύχαινα να γυρνάει απ’ τα ζώα, έβλεπα στα μάτια του τη στεναχώρια.
“Πως πάει;”, τον ρώταγα, “πως να πάει;” μου απαντούσε.
Και πρόσθετε:
“Κύριε δημοσιογράφε, εσείς δεν το βλέπετε, αλλά εμείς το ζούμε. Κάθε μέρα που περνάει, η κτηνοτροφία πεθαίνει”!
Και συνέχιζε το δρόμο του, με κατεβασμένο το κεφάλι…
Τον θυμήθηκα τον κυρ Βασίλη αυτές τις μέρες των αγροτικών κινητοποιήσεων, όπου βλέπεις ανθρώπους μαθημένους στα πάρε δώσε και στην τσαλαβούτα με τις κάθε είδους εξουσίες, κυριολεκτικά να έχουν βγει απ’ τα ρούχα τους.
“Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα”, φάση, που θα έλεγε κι ο συγχωρεμένος, αλλά στο πιο ζοφερό ακόμη, στο πολύ πιο ζοφερό.
Γιατί βαθιά μέσα τους οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι καταλαβαίνουν ότι έφτασε και γι’ αυτούς η στιγμή του “Γερούν γερά”.
Μόνο που τώρα το λένε κάπως αλλιώς, τώρα το λένε “βάστα Κοβέσι”…
Και εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι.
Ήθελε ή δεν ήθελε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να χώσει (συγγνώμη να χορηγήσει) λεφτά στους μη προνομιούχους, για να έχει το κεφαλάκι της ήσυχο και να την χειροκροτάνε;
Ήθελε και παραήθελε!
Μπήκε, όμως, στη μέση ο Γερούν, δηλαδή οι Ευρωπαίοι αφέντες του και είπαν στα παιδάκια “νιξ φαΐ”.
Μαύρα τα μαντάτα για την πρώτη φορά Αριστερά, έτριβε τα χεράκια της η ένα σωρό φορές Δεξιά.
Αλλά, όπως λέει και η παροιμία:
Εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις…
Πέρασαν τα χρόνια, φύγανε τα κουμμούνια, αφίχθησαν οι ορθολογιστές, μας έκατσε και η κοινωνία του ενός τρίτου, άργησε το πόπολο να το πάρει χαμπάρι λόγω πανδημίας, το κατάλαβε πλέον, αφρούς βγάζει απ’ όλες τις τρύπες.
Ιδίως οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το νταλαβέρι με το κράτος και απ’ αυτό το κράτος όχι φως δεν βλέπουν πλέον, ούτε καν κερί αναμμένο.
Και ρωτάω εγώ, με το φτωχό μου το μυαλό:
Θέλει ή δεν θέλει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να χώσει (συγγνώμη να χορηγήσει) λεφτά στους αγροτοκτηνοτρόφους, για να έχει το κεφαλάκι της ήσυχο χρονιάρες μέρες και να την χειροκροτάνε;
Θέλει και παραθέλει!
Μπορεί να το κάνει με την Κοβέσι, δηλαδή τους Ευρωπαίους αφέντες της, στο σβέρκο να δίνουν εντολή για “νιξ φαΐ”;
Χλωμό, πολύ χλωμό, οπότε θα πρέπει να βρεθούν λύσεις από τα εθνικά και όχι από τα ξένα κονδύλια, άρα είτε θα στενοχωρηθούν οι δανειστές που καλόμαθαν στις πρόωρες αποπληρωμές (μην τάξεις του άγιου κερί) είτε θα κατεβάσει μούτρα κάποια άλλη “ευπαθής” ομάδα (δεν μιλάω για Δαπίτες, χαλαρώστε) που περίμενε μποναμάδες.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, εν ολίγοις και στο μεταξύ αγρότες και κτηνοτρόφοι κατεβάζουν καντήλια και στην επαρχία (συγγνώμη, στην περιφέρεια) παρακολουθούν με αγωνία το σκηνικό, μιας και τους εκδρομείς των Χριστουγέννων περιμένουν για να ξελασπώσουν κάπως.
Ξέρω, ξέρω, πάλι θα μας βάλουν να τσακωθούμε ταναμεταξύ μας τα τσακάλια του Μαξίμου, πάλι θα μας ορμηνέψουν να βγάλουμε μόνοι μας τα ματάκια μας.
Ορίστε, λοιπόν, ο λάκκος, εδώ μπροστά είναι.
Άμα γουστάρουμε, πέφτουμε μέσα.
Άμα δε γουστάρουμε, εργατιά, αγροτιά, μια φωνή και γροθιά!
Υ.Γ. 1: Φίλος αγανακτισμένος από Θεσσαλία, μου είπε προχτές στο τηλέφωνο:
“Ρεπόρτερ να πα’ να γαμηθεί, δεν μπορώ άλλο. Φέτος, μετά από τριάντα χρόνια, δήλωσα μηδέν αγροτικό εισόδημα. Γιατί όντως είχα μηδέν αγροτικό εισόδημα…”
Υ.Γ. 2: Όπως έγραψε χτες η “Καθημερινή”:
“Σύμφωνα με τους κρεοπώλες, την Αθήνα και στα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, η αγορά τροφοδοτείται σε αρνιά σχεδόν αποκλειστικά από τη Ρουμανία”.
Δεν πειράζει, η Ελλάδα 2.0 ηγείται της τέταρτης βιομηχανικής επαναστάσεως, τα δικά μας τα αρνιά είναι virtual!

